

Κρήτη

Βρίσκεστε στην Κρήτη, στο παλάτι της Κνωσσού, όπου σας φιλοξενεί ο γέρος βασιλιάς Ιδομενέας. Ένας μοχθηρός και σκληρός ηγεμόνας, το βασίλειο του οποίου βρίσκεται σε παρακμή. Εσύ και ο Οδυσέας αποφασίζετε μαζί με τους συντρόφους σας να συνωμοτήσετε με τον λαό που υποφέρει από την τυραννία του βασιλιά. Μια μαγική λεξούλα, κρυμμένη καλά στην Κνωσό μπορεί να πάρει τη δύναμή του και όποιος τη βρει, μπορεί να τον ανατρέψει….


Γλωσσάρι

Α
τραγουδώ ή μιλώ γλυκά
Α
με ματωμένες φτερούγες
Α
πονηρός, πανούργος
Α
άυπνος
Α
Αφρική, Αίγυπτος
Α
αποθήκη όπλων
Α
που έχει λαμπερά, ζωηρά μάτια
Α
έσβησε/ πέρασε κάτι πολύ γρήγορα
Α
γελώ ελαφρά
Α
έξαψη, σκίρτημα
Β
βυθίζομαι, βουλιάζω
Β
βροντοφωνάζω
Γ
που έχει γαλάζιες φτερούγες
Γ
θρήνος του ήλιου
Γ
υπαίθριο πανηγύρι κάτω από τον ήλιο
Γ
πανσέληνος
Γ
φυλαχτό
Γ
γλυκός στην όψη
Γ
γλυκομίλητη
Γ
ταξιδεύω στη θάλασσα με γρήγορο πλοίο
Γ
προσπερνώ βιαστικά
Γ
ακούστηκε
Δ
πιάνω και με τα δυο μου χέρια, αγκαλιάζω
Δ
(Για τον Οδυσέα) τοξότης
Δ
αυτή που έχει καμαρωτά, καλοσχηματισμένα φρύδια
Ζ
ζεσταίνω θερμαίνω κάποιον
Θ
πλήθος εμπορικών πλοίων που πλέουν μαζί, στόλος
Θ
κυρίαρχος των θαλασσών
Θ
φρουρός που φυλάσσει πύλες, θυροφύλακας, θυρωρός
Ι
ανήλιαγος, σκοτεινός
Κ
παρατηρητήριο, σκοπιά σε επάλξεις κάστρου
Κ
αυτός που καταλύει κάστρα, πορθητής
Κ
ηγεμόνας οχυρωμένης πολιτείας
Κ
αυτός που πολέμησε εναντίων οχυρωμένων πολιτειών
Κ
παρατηρητήριο κάστρου για την εποπτεία της περιοχής κατα τη διάρκεια της ημέρας
Κ
ισοπεδώνω, καταστρέφω κάστρο από τα θεμέλια
Κ
πορθητής, αυτός που κυριεύει κάστρα
Κ
πορθητής, αυτός που κυριεύει κάστρα
Κ
αυτός που ιδρύει οχυρωμένη πολιτεία
Κ
αγαπητικός
Κ
πανέξυπνος, τετραπέρατος
Κ
κουτσομπόλα γυναίκα
Κ
κορίτσι
Κ
περιστρέφω το σώμα μου στο έδαφος ή στο αέρα
Κ
λευκά μπράτσα
Κ
(για δέντρα) καλυμμένος με λευκό στρώμμα πάγου
Κ
μεγάλο κύπελο για νερό ή κρασί
Λ
εξετάζω, ερευνώ προσεκτικά
Λ
ψηλοί πύργοι
Λ
τεμαχίζω σε πολύ μικρά τμήματα, κομματιάζω κόβω
Λ
ηλιογέννητη, κόρη του ήλιου
Λ
λεοπάρδαλη
Λ
ηλιόλουστη
Μ
ηρεμώ κάποιον ή κάτι, καθησυχάζω
Μ
σκέφτομαι, υπολογίζω
Ν
νυχτερινή βροχή
Ν
δροσερός κι απαλός νυχτερινός άνεμος
Ξ
παύω να σταλάζω
Ο
όνειρα
Ο
που βλέπει πολλά όνειρα
Ο
περπατώ μαζί με κάποιον άλλον
Ο
ουράνιο τόξο
Π
πανέμορφη
Π
πέρατα, σύνορα, όρια
Π
πολλά
Π
μπρούτζινη βάση στήριξης για λυχνάρι
Ρ
βασίλισσα
Σ
γίνομαι πανήψηλος σαν γίγαντας
Σ
αρματωμένος ή εξοπλισμένος (για πολεμικό πλοίο) με σιδερένια όπλα
Σ
μεγάλο πήλινο καζάνι
Σ
αναμιγνύω
Σ
μέλη ίδιας ομάδας πολεμιστών, σύντροφοι
Σ
συναντώ κάποιον τυχαία
Τ
ταΐστε, θρέψτε
Τ
οι υπηρέτες που εξυπηρετούσαν όσους γευμάτιζαν
Τ
μικρό γρήγορο ιστιοφόρο
Τ
χαμογελώ ελαφρά και διακριτικά
Φ
(για πλοίο) ρυμουλκώ επάνω σε ξύλινα δοκάρια
Φ
ελικοειδής, σαν κουλουριασμένο φίδι
Φ
κίτρινο καναρίνι
Φ
φημισμένος, διάσημος, ξακουστός
Φ
ψωμί ψημένο σε παραδοσιακό θολωτό φούρνο
Φ
χούφτα
Φ
ήχος από τα μικρά κύματα που χτυπούν απαλά την ακτή, φλοίσβισμα
Φ
φωτίζομαι
Φ
φωτεινός
Χ
ισόγειο κατοικίας
Χ
που παίρνει πολλές μορφές, πολύμορφη
Χ
λευκό καράβι που ταξιδευει σε αρκτική περιοχή
Χ
φύλλο χουρμαδιάς, φοίνικα
Χ
χρυσά κέρατα
Ψ
φλύαρος, κουτσομπόλης
Ψ
παράκτιος τόπος πλούσιος σε ψάρια
Ψ
λαχταρώ ψωμί, πεινάω υπερβολικά
Αχ, μά τον άμπελο, ονειρέφτηκα γιά κ’είναι αλήθια κιόλας πως μια φορά μαθές κ’ έναν καιρό κουρσέψαμε την Κρήτη;
Ραψωδία Θ στ. 992-993